- εἰδωλείῳ
- капище
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
εἰδωλείῳ — εἰδωλεί̱ῳ , εἰδωλεῖον idol s temple neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)